- κυκλοφοριακός
- κυκλοφοριακός, -ή, -ό και κυκλοφορικός, -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυκλοφορία: Το κυκλοφοριακό σύστημα λειτουργεί κανονικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.